φλόξ — flame fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογί — φλόξ flame fem dat sg φλογίς piece of broiled flesh fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογῶν — φλόξ flame fem gen pl φλογόω set on fire pres part act masc voc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φλογόω set on fire pres part act masc nom sg φλογόω set on fire pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογός — φλόξ flame fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοξί — φλόξ flame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοξίν — φλόξ flame fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγα — φλόξ flame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγας — φλόξ flame fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγες — φλόξ flame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek